Ο τόπος μας, κοντά στα τόσα ακριβά του, έχει και το δικό του ξεχωριστό σπήλαιο της Γέννησης.
Είναι η θαλασσινή σπηλιά ανατολικά της παραλίας του Λιμνιώνα, η Βαθιά Σπηλιά των δικών μας Χριστουγέννων.
Έτσι την βάφτισε ο κυρ Γιάννης, ο αξέχαστος δάσκαλός μας, παραμονές της φερώνυμης Γιορτής το 1958 καθώς μας ξεναγούσε εκεί, μαθητούδια τότε του Μονοθέσιου Δημοτικού Σχολείου Αγίας Κυριακής, ιστορώντας μας, πλάι στο κυμοθάλασσο και γύρω απ’ την φωτιά που ανάψαμε με ξύλα του γιαλού για να πυρωθούμε, το θαύμα της ενανθρώπισης του Θεού και της Ελπίδας του Κόσμου.
Κι όπως μεγάλωνα θυμάμαι, ακόμα, το Μαργιουλάκι του Χατζή, την Καράβαινα, την θεία μας την Ευτυχία, την θεία την Γραμματική κι άλλες γυναίκες του χωριού , μανάδες, αδερφές, κυράδες κι αρμαστές παλληκαριών που χάθηκαν στις θάλασσες να σπεύδουν , κατηφορίζοντας, συντροφιαστά, τ’ απομεσήμερο της Μεγάλης Παρασκευής και της παραμονής των Χριστουγέννων προς την Βαθιά Σπηλιά για ν’ αποθέσουν στις φωλιές των βράχων της , προτού να γείρει ο Ήλιος, βρασμένο στάρι, γλυκό κρασί και διαβασμένο πρόσφορο , βάλσαμο στις ψυχές των αδικοχαμένων τους.
-Τα βάσανα και η ελπίδα, παιδιά μου , δεν έχουν τελειωμό, μας έλεγε μονολογώντας θυμόσοφα, ο κυρ Πρόδρομος, ο γέρο καπετάνιος, κάθε που πρόσμενε την καπετάνισσα να επιστρέψει μαζί με τις άλλες γυναίκες απ’ την προβέντα των νεκρών .
Κι ο λόγος του πικρός κι αληθινός σαν τη θάλασσα.